
Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος καλεσμένος στο Mega Channel
και την εκπομπή "Mega Σαββατοκύριακο" σχολιάζει τις τελευταίες εξελίξεις σχετικά με τα Εργασιακά.
Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος καλεσμένος στο Mega Channel
και την εκπομπή "Mega Σαββατοκύριακο" σχολιάζει τις τελευταίες εξελίξεις σχετικά με τα Εργασιακά.
Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου-Εργατολόγου
Κατά το άρθρο 15 παράγραφος 1 του Νόμου 1483/1984 για τους εργαζομένους με οικογενειακές υποχρεώσεις, «απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη».
____________________________________________________________________________
Κατ’ αρχήν, η καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κυοφορούσας εργαζόμενης απαγορεύεται κατά τα ως άνω. Η παραπάνω απαγόρευση υπαγορεύεται από τη ratioτης οδηγίας 92/857/ΕΟΚ. Ήτοι, η εργασία δε θα πρέπει να συνιστά αποτρεπτικό παράγοντα ως προς την απόκτηση τέκνων. Γι’ αυτό, η μητρότητα και η υγεία της κυοφορούσας ή λεχώνας εργαζομένης διασφαλίζονται από το νόμο[1]. Ωστόσο, η εν λόγω προστασία της μητρότητας δεν απαιτεί τη με κάθε τίμημα και θυσία ανοχή της εργαζομένης μέχρι την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 15 παράγραφος 1 του Νόμου 1483/1984. Ειδικότερα, υφίστανται ορισμένα όρια ανοχής, η υπέρβαση των οποίων δικαιολογεί την απαλλαγή του εργοδότη από τη συμβατική δέσμευση. Το όριο της θυσίας, το οποίο μπορεί ή δεν μπορεί να αξιωθεί, ορίζεται από το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από ειδική εκτίμηση των ειδικών συνθηκών και τη στάθμη των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών, αφού ληφθεί υπόψη ότι η σύμβαση εργασίας δημιουργεί σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακαταλληλότητα της εργαζομένης για τη συμφωνηθείσα εργασία[2].
Επομένως, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η απαγόρευση καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κυοφορούσας εργαζόμενης δεν είναι απόλυτη. Η απόλυση εργαζόμενης εγκύου είναι δυνατή κατ’ εξαίρεση, υπό ορισμένες εκ του νόμου προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 10 παράγραφος 2 του ΠΔ 176/1997 αναφορικά με τα μέτρα ασφάλειας εργασίας για εγκύους, λεχώνες, «σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του Νόμου 1483/84, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων». Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, για την εγκυρότητα της εν λόγω καταγγελίας, απαιτείται η συνδρομή τεσσάρων βασικών προϋποθέσεων, ήτοι η ο γραπτός τύπος, η δέουσα αιτιολογία, η κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές και κυρίως ο σπουδαίος λόγος καταγγελίας[3].
Ο σπουδαίος λόγος, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, αποτελεί πρωταρχικό προαπαιτούμενο για τη νομιμότητα της καταγγελίας κυοφορούσας εργαζόμενης. Συνίσταται δε σε ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία κατ’ αντικειμενική κρίση καθιστούν, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την περαιτέρω εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη πταίσματος της εργαζομένης[4]. Σημειωτέον δε, ότι η κατά τα ανωτέρω προστασία παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα ασχέτως του αν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη της, αφού η διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1082/1980, που απαιτούσε τη γνώση αυτή, δεν επαναλήφθηκε στην ισχύουσα νέα διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 1483/1984[5].
Κατά τα ως άνω, παράγοντες που αφορούν στη δυνατότητα εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης, η τυχόν ουσιώδης παράβαση των υποχρεώσεων της εργαζομένης[6], η εν γένει συμπεριφορά της, καθώς και προσωπικές περιστάσεις στο πρόσωπό της μπορούν να κάμψουν την προστασία της μητρότητας, ανάλογα και με τις λοιπές συντρέχουσες συνθήκες. Πρόκειται για μια περιπτωσιολογία αντικειμενικών και υποκειμενικών λόγων, που δεν απαιτούν, όμως, απαραίτητα την υπαιτιότητα της εργαζομένης[7].
Πρώτον, σπουδαίο λόγο καταγγελίας αποτελούν οι αντικειμενικές συνθήκες που αφορούν στην κατάσταση της επιχείρησης του εργοδότη. Φερειπείν, στην περίπτωση που λόγω κακής πορείας των υποθέσεων της εργοδότριας εταιρείας, κατόπιν σχετικής απόφασης της γενικής συνέλευσης των μετόχων της, αυτή τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης, θεωρείται ότι υπήρχε σπουδαίος λόγος, οποίος δικαιολογεί την καταγγελία της σύβασης εργασίας της κυοφορούσας εργαζόμενης. Αυτό, καθώς η εκκαθάριση μοιραίως επιφέρει απόλυση του προσωπικού, το οποίο δεν είναι απαραίτητο για τις ανάγκες της εκκαθάρισης[8].
Ομοίως, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δικαιολογείται πλήρως κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και επομένως είναι έγκυρη, παρά την κυοφορία της εργαζομένης, εφόσον για την καταγγελία αυτή συντρέχει σπουδαίος λόγος, συνιστάμενος στη διακοπή λειτουργίας επιχείρησης, με αποτέλεσμα να εκλείψει το αντικείμενο εργασίας της εν λόγω εργαζομένης[9].
Δεύτερον, σπουδαίο λόγο συνιστά και η πλημμελής ή μη προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων της εγκύου εργαζομένης ή η μη συμμόρφωσή της σε οδηγίες του εργοδότη υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η εν λόγω συμπεριφορά της δεν είναι απότοκος της κατάστασης της εγκυμοσύνης της[10]. Υπέρ της εγκυρότητας της εν λόγω καταγγελίας συνηγορούν και η αμελής εκτέλεση της εργασίας της εκάστοτε κυοφορούσας εργαζομένης, καθώς και η επανειλημμένη εγκατάλειψη της εργασίας της[11].
Αντίστοιχα, αν η κυοφορούσα εργάζεται, χωρίς όμως ικανοποιητική απόδοση μπορεί να συντρέχει σπουδαίος λόγος καταγγελίας της σύμβασής της. Παραδείγματος χάριν, αν η κυοφορούσα χαρακτηρίζεται στις αναφορές των προϊσταμένων της ως άτομο μη δυνάμενο να συνεργασθεί και να επιτελέσει με επάρκεια τα καθήκοντα που της ανατίθενται, η απόλυσή της θεωρείται δικαιολογημένη. Το ίδιο, ισχύει και στην περίπτωση που ο αριθμός των απουσιών της κυοφορούσας από την εργασία της είναι υπερβολικός και δεν οφείλεται στην κατάστασή της[12].
Τρίτον, ακόμη και αν η εργαζόμενη είναι κυοφορούσα, είναι δυνατή η καταγγελία της σύμβασής της, αν κλονισθεί η εμπιστοσύνη του εργοδότη στο πρόσωπό της. Για παράδειγμα, αν μια εργαζόμενη, εντός μιας οικογενειακής επιχείρησης, επιδεικνύει εριστική συμπεριφορά, δε μιλάει και δε συνεργάζεται με τους λοιπούς συναδέλφους της, προκαλεί τη διατάραξη του οικογενειακού κλίματος εντός του χώρου εργασίας. Το ανωτέρω γεγονός είναι δυνατόν να δημιουργήσει επεισόδια και κλονίζει αναπόφευκτα την αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα στον εργοδότη και την εργαζόμενη[13].
Προσέτι, η εμπιστοσύνη του εργοδότη στο πρόσωπο της εργαζομένης είναι δυνατόν να κλονιστεί από περιστάσεις που δεν αφορούν αμιγώς στην παροχή εργασίας εκ μέρους της. Λόγου χάρη, αν ο σύζυγος της εργαζομένης ασκεί στην ίδια πόλη όμοια και ανταγωνιστική επιχείρηση με αυτή του εργοδότη της, πρόκειται για γεγονός που κατ’ αντικειμενική πίστη θεωρούμενο, καθιστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, μη ανεκτή για τον τελευταίο την περαιτέρω συνέχιση της εργασιακής αυτής σύμβασης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πταίσματος στο πρόσωπό της. Αρκεί, συνεπώς, αυτό το γεγονός, για να κλονίσει την εμπιστοσύνη του εργοδότη στο πρόσωπο της κυοφορούσας εργαζομένης και να δικαιολογήσει την καταγγελία της σύμβασής της[14].
Εν κατακλείδι, η προστασία της μητρότητας κατέχει πρωταρχική σημασία ως προς το ζήτημα της νομιμότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κυοφορούσας εργαζόμενης. Πλην όμως, η ανωτέρω προστασία κατά της απόλυσης εγκύου εργαζομένης δεν είναι δυνατόν να επιβαρύνει υπέρμετρα την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης του εργοδότη. Γι’ αυτό το λόγο, ο εργοδότης έχει την ευχέρεια να καταγγείλει την εν λόγω σύμβαση εργασίας, αρκεί να πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 10 παράγραφος του ΠΔ 176/1997, ήτοι να καταγγείλει τη σύμβαση εγγράφως, να την αιτιολογήσει δεόντως, να την κοινοποιήσει στις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και να αποδείξει τη συνδρομή σπουδαίου λόγου καταγγελίας. Ως σπουδαίοι λόγοι δε καταγγελίας θεωρούνται η εκκαθάριση ή η διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης του εργοδότη[15], η μη προσήκουσα εκτέλεση της εργασίας από την πλευρά της εργαζομένης, η συνεχής και αδικαιολόγητη απουσία της, η μη ικανοποιητική απόδοσή της, καθώς και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του εργοδότη στο πρόσωπο της[16].
[1] Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Στυλιανός Γ. Βλαστός, Αθήνα, 2012, σελ. 651
[2] ΑΠ 1221/2004
[3] ΕΦ ΑΘ 4741/2010, ΕΦ ΑΘ 2729/2004, ΕΦ ΑΘ 9954/2000
[4] ΕΦ ΑΘ 9954/2000, ΕΦ ΑΘ 2729/2004, ΕΦ ΠΕΙΡ 381/2003, ΕΦ ΑΘ 4741/2010, ΑΠ 1221/2004, ΑΠ 976/1998, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 47/1991, ΑΠ 1177/1998, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Γεωργίου Λεβέντη, Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2011, σελ. 261
[5] ΑΠ 976/1998
[6] ΑΠ 1221/2004
[7] ΑΠ 1221/2004
[8] ΕΦ ΑΘ 1023/1991, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Στυλιανός Γ. Βλαστός, Αθήνα, 2012, σελ. 652
[9] ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 47/1991, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Στυλιανός Γ. Βλαστός, Αθήνα, 2012, σελ. 653
[10] ΕΦ ΑΘ 4741/2010, ΕΦ ΠΕΙΡ 381/2003, ΕΦ ΑΘ 2729/2004, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Γεωργίου Λεβέντη, Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2011, σελ. 261
[11] ΕΦ ΑΘ 9954/2000
[12] ΑΠ 976/1998, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Γεωργίου Λεβέντη, Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2011, σελ. 262
[13] ΕΦ ΠΕΙΡ 381/2003, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Γεωργίου Λεβέντη, Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2011, σελ. 262
[14] ΑΠ 1177/1998, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Γεωργίου Λεβέντη, Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2011, σελ. 262
[15] Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Στυλιανός Γ. Βλαστός, Αθήνα, 2012, σελ. 652-653
[16] Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Γεωργίου Λεβέντη, Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2011, σελ. 261-262
Τις βέλτιστες ευρωπαϊκές αλλά και διεθνείς πρακτικές στους θεσμούς της αγοράς εργασίας, όπως οι ομαδικές απολύσεις, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και ο συνδικαλιστικός νόμος, αναζητούν τα μέλη της επιτροπής αυτόνομων εμπειρογνωμόνων για τα εργασιακά, που έχει ήδη συσταθεί βάσει των προβλέψεων του 3ου Μνημονίου. Δεδομένης όμως της ανισομετρίας των οικονομιών, της απόκλισης των εθνικών νομοθεσιών και του γεγονότος ότι η Ελλάδα δεσμεύεται από πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, ευλόγως εγείρονται προβληματισμοί αναφορικά με το περιεχόμενο της έννοιας του ρευστού όρου των ¨βέλτιστων πρακτικών¨ αλλά και ποιες χώρες θα αποτελέσουν πρότυπο ¨βέλτιστης πρακτικής¨;
Ειδικότερα, σύμφωνα με το 3ο Μνημόνιο (Ν. 4336/2015 «Συνταξιοδοτικές διατάξεις − Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης»), οι ελληνικές αρχές έχουν δεσμευτεί να ακολουθήσουν τις «βέλτιστες πρακτικές της Ε.Ε. στους θεσμούς της αγοράς εργασίας και να ενισχύσουν τον εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Η προσέγγιση αυτή πρέπει όχι μόνο να εξισορροπήσει την ευελιξία με τη δικαιοσύνη για εργαζόμενους και εργοδότες, αλλά και να λάβει υπόψη το πολύ υψηλό επίπεδο ανεργίας και την ανάγκη επιδίωξης βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. Οι αλλαγές στις πολιτικές για την αγορά εργασίας δεν θα πρέπει να συνεπάγονται την επιστροφή σε παλαιότερα πλαίσια πολιτικής, ασύμβατα με τους στόχους της προώθησης μιας βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης».
Ι. Ομαδικές απολύσεις:
Τη διαδικασία ομαδικών απολύσεων ρυθμίζει σήμερα σε εθνικό επίπεδο ο Ν. 1387/1983 (όπως τροποποιήθηκε από τα άρθρα 15,16 Ν.2736/1999, το άρθρο 9 Ν.2874/2000, άρθρο 21 Ν.3488/2006 και άρθ.74 Ν.3863/2010 - παλαιότερα ίσχυαν οι ΑΝ 99/1967 και 173/1967). Ομαδικές θεωρούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, οι οποίες απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζόμενους, εφόσον υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα οριζόμενα από το νόμο όρια, ήτοι: α) Επιχειρήσεις που απασχολούν από 20 και μέχρι 150 εργαζόμενους, επιτρέπεται να απολύσουν μέχρι 6 άτομα το μήνα και β) Επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζόμενους, μέχρι ποσοστό 5% και με τον περιορισμό να μη ξεπερνούν τους 30 εργαζόμενους το μήνα. Απολύσεις που γίνονται καθ’ υπέρβαση των ανωτέρω ορίων είναι ομαδικές και υπόκεινται στην έγκριση ή απόρριψή τους από τη δημόσια αρχή, ήτοι τον Υπουργό Εργασίας, άλλως οι απολύσεις αυτές είναι παράνομες.
Το ζήτημα που θα εξετάσει η Επιτροπή των εμπειρογνωμόνων, είναι η κατάργηση του ελέγχου της διοίκησης (υπουργικό βέτο) στις ομαδικές απολύσεις, που διατηρείται σήμερα μόνο στην Ελλάδα και σε καμία άλλη χώρα της Ε.Ε.
Ωστόσο, ο νόμος περί ομαδικών απολύσεων αφορά μόνο το 3% περίπου των Ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς εφαρμόζεται μόνο σε επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 20 εργαζομένους. Το μείζον όμως πρόβλημα, που δύναται να δημιουργηθεί επ’ ευκαιρίας των αλλαγών στο νόμο για τις ομαδικές απολύσεις, οι οποίες πλέον θα απελευθερωθούν πλήρως, είναι να περιοριστεί –όπως συνέβη αντιστοίχως στη Γαλλία – σε μεγάλο βαθμό το δικαίωμα του εργαζομένου προς επαναπρόσληψη σε περίπτωση παράνομης απόλυσης.
Έτσι, ως ενδιάμεση λύση προβάλλεται το ''γαλλικό μοντέλο'', που ορίζει ότι εάν μια επιχείρηση επικαλεστεί ''σημαντική έλλειψη ρευστότητας'' ή ''εταιρική αναδιοργάνωση, αναγκαία για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας'', τότε ενισχύεται η δυνατότητα της να προχωρεί σε απολύσεις χωρίς κανένα περιορισμό.
ΙΙ. Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.):
Η Επιτροπή των εμπειρογνωμόνων πρόκειται να εξετάσει το ρόλο της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., δηλαδή κατά πόσο θα περιλαμβάνει όρους θεσμικούς ή και οικονομικούς. Βάσει των αλλαγών που επέφεραν οι προγενέστεροι εφαρμοστικοί νόμοι των μνημονίων, οι εθνικές γενικές ΣΣΕ, καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας για τους εργαζομένους όλης της χώρας και όχι πλέον οικονομικούς όρους. Αντίθετα, βασικοί μισθοί και ημερομίσθια, κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος ισχύουν μόνο για τους εργαζομένους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν επιτρέπεται να υπολείπονται του νομίμως νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.
ΙΙΙ. Κατώτατος Μισθός:
Στην ατζέντα των εργασιακών αλλαγών περιλαμβάνεται και ο κατώτατος μισθός, που αποτελούσε για δεκαετίες αντικείμενο συλλογικής διαπραγμάτευσης μεταξύ της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων, ο οποίος μειώθηκε με το Ν. 4046/2012 κατά 22% έως 32%, από τα 751 ευρώ στα 586,08 για τους άνω των 25 ετών και στα 510,95 ευρώ για τους κάτω των 25 ετών. Σε άλλες χώρες της Ε.Ε. ο κατώτατος μισθός ορίζεται νομοθετικά, ενώ για την Ελλάδα έχει ήδη ψηφιστεί (Ν. 4172/2013) να ισχύσει κάτι αντίστοιχο κατόπιν διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων (ΓΣΕΕ για τους εργαζόμενους, ΣΕΒ – ΓΣΕΒΕΕ – ΣΕΤΕ – ΕΣΕΕ για τους εργοδότες) από την 1/1/2017, με βάση την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τα επίπεδα παραγωγικότητας, ανταγωνιστικότητας, απασχόλησης κ.ά., χωρίς να είναι βέβαιες οι προσαυξήσεις για τις τριετίες (έχουν διατηρηθεί παγωμένες αλλά παραμένουν στο στόχαστρο).
IV. Συνδικαλιστικός Νόμος:
Ο νόμος 1264/1982 προβλέπει την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών από ενδεχόμενη καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη (άρθρο 14§5, 6, 7, 8 και 9), η δε καταγγελία αυτή επιτρέπεται μόνο για πολύ συγκεκριμένους και περιοριστικά αναφερόμενους στο νόμο λόγους (άρθρο 14§10). Ωστόσο, στο στόχαστρο των αλλαγών τίθεται πλέον η διεύρυνση των ορίων, ώστε να είναι δυνατό ένα συνδικαλιστικό στέλεχος να απολυθεί από τον εργοδότη και για λόγους μη αναφερόμενους στο συγκεκριμένο άρθρο.
Επίσης, η επιτροπή εμπειρογνωμόνων θα εξετάσει τη μείωση των ημερών συνδικαλιστικής άδειας, τον περιορισμό των αμειβόμενων αδειών στις απολύτως απαραίτητες, καθώς και τον περιορισμό των προσώπων που δικαιούνται άδειες.
Κυρίως όμως στο στόχαστρο των αλλαγών τίθεται η απεργία. Συγκεκριμένα, εξετάζονται αλλαγές αναφορικά με τον χρόνο προειδοποίησης για την κήρυξη απεργιών, αλλά και τον τρόπο λήψης αποφάσεων για την πραγματοποίηση απεργιών. Σήμερα, όπως είναι γνωστό, η απεργία κηρύσσεται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που έχουν συσταθεί και λειτουργούν νόμιμα. Η απόφαση για την κήρυξη της απεργίας λαμβάνεται από το αρμόδιο όργανο της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης κηρύσσεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβούλιου, εκτός εάν το Καταστατικό ορίζει διαφορετικά. Πλέον, προτείνεται η απεργία να κηρύσσεται κατόπιν απόφασης της Γενικής Συνέλευσης με πλειοψηφία 50% συν 1 των εγγεγραμμένων μελών, κάτι βεβαίως που είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί στην πράξη, με αποτέλεσμα την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας.
Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται σαφώς ότι πλέον δυσκολεύεται η οριοθέτηση των ¨κόκκινων γραμμών¨ στο νέο εργασιακό που θα ψηφίσει η Κυβέρνηση, καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις του 3ου Μνημονίου δρομολογείται «η επανεξέταση ορισμένων υφιστάμενων πλαισίων της αγοράς εργασίας… λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων πρακτικών σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο» και «με προϋπόθεση τη μη επιστροφή σε παλαιότερα πλαίσια πολιτικής, ασύμβατα με τους στόχους της προώθησης μιας βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης», κάτι που σημαίνει περαιτέρω ευελιξία στους θεσμούς της αγοράς εργασίας και περαιτέρω απορρύθμιση του συνόλου των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.
Του Γιάννη Κ. Καρούζου, Εργατολόγου
για το TIMELINK
Πηγή: www.timelink.gr
Σύμφωνα με το νόμο 1387/1983,
«ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από 20 εργαζομένους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων». Κατά τις προβλέψεις του ως άνω νόμου, μια επιχείρηση ή εκμετάλλευση που απασχολεί από είκοσι έως εκατόν πενήντα εργαζομένους, μπορεί να απολύσει μέχρι έξι εργαζόμενους το μήνα. Οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα εργαζόμενους, έχουν δικαίωμα να απολύσουν ποσοστό 5% του προσωπικού και μέχρι τριάντα εργαζομένους το μήνα.
Η προειδοποίηση του εργοδότη αποτελεί προϋπόθεση
καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τον εργαζόμενο. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 5β του Ν. 3899/2010, οι πρώτοι δώδεκα μήνες απασχόλησης λογίζονται ως δοκιμαστική περίοδος, κατά την οποία η σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.
Συνεπώς, από το συνδυασμό των άρθρων 4 Ν. 2112/1920, 74 παρ. 2 Ν. 3863/2010 και 17 παρ. 5β Ν. 3899/2010 συνάγεται ότι, ο εργαζόμενος οφείλει να προειδοποιήσει τον εργοδότη του για την καταγγελία της σύμβασής του, ως εξής:
Υπάλληλος που έχει υπηρετήσει πάνω από είκοσι χρόνια συμπληρωμένα, οφείλει να προειδοποιήσει τον εργοδότη του τρεις μήνες πριν την καταγγελία.
Ο όμιλος επιχειρήσεων συνίσταται σε ένα σύνολο επιχειρήσεων που συνδέονται οικονομικά.
Βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι η μητρική, ανώτερη ιεραρχικά επιχείρηση, καθορίζει τη διοίκηση ολόκληρου του ομίλου. Περαιτέρω, ο όμιλος επιχειρήσεων δρα με κοινή βούληση, την οποία εκφράζει η ανώτερη επιχείρηση. Σημειωτέον δε ότι, δεν απαιτείται συγκεκριμένη εταιρική μορφή. Εν τέλει, ο εργαζόμενος, που απασχολείται σε πάνω από μία επιχειρήσεις εντός του ίδιου ομίλου, εργάζεται με σύμβαση δανεισμού, την οποία καταρτίζει με τις ως άνω επιχειρήσεις.
Η συμπεριφορά του ως άνω εργοδότη ονομάζεται «mobbing».
Ήτοι, πρόκειται για μια μορφή ηθικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας. Αυτό, καθώς η ανάθεση στον εργαζόμενο καθηκόντων υποδεέστερων σε σχέση με τις ικανότητές του, υποβιβάζει και προσβάλλει την προσωπικότητα του εργαζομένου. Σύμφωνα με το άρθρο 57 εδάφιο α’ του Αστικού Κώδικα, «όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον». Συνεπώς, έχει το μπορεί να ζητήσει την άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και αποζημίωση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί.
Όσον αφορά στη χρηματική ικανοποίηση του εργαζομένου που υπέστη την εξύβριση
και στον οποίο αφορούσαν οι αβάσιμες κατηγορίες, αυτός έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή κατά του «δράστη» ζητώντας αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Επιπλέον, έχει τη δυνατότητα να υποβάλει μήνυση για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση κατά του «δράστη».
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του Ν. 2112/1920, οι οποίες ορίζουν ότι
οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και στη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου αυτού περί καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης, συνάγεται ότι ο καθορισμός ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης εργασίας είναι δικαιολογημένος από τη φύση αυτής, όταν όχι μόνο η σύμβαση, ως εκ του είδους και του σκοπού της εργασίας, έχει το χαρακτήρα σύμβασης ορισμένου χρόνου, αλλά και όταν η διάρκειά της υπαγορεύεται από αποχρώντα λόγο αναγόμενο ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης (ανάγκες εργοδότη, εποχικό χαρακτήρας λειτουργίας της επιχείρησης, αβεβαιότητα για το μέλλον αυτής κλπ.). Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, η κατάρτιση σύμβασης ορισμένου χρόνου ή οι διαδοχικές ανανεώσεις της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγιναν σκόπιμα για να καταστρατηγηθούν οι διατάξεις περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Αντίθετα, οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται ως μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αν η συνομολόγηση του ορισμένου χρόνου σε αυτές δε δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης ή τις ανάγκες της επιχείρησης, όπως είναι μεταξύ άλλων, και όταν η εκτελούμενη εργασία ικανοποιεί τις πάγιες και τακτικές ανάγκες της επιχείρησης.
Δήλωση του εργατολόγου Γιάννη Καρούζου στο μεσημεριανό μαγκαζίνο του Real Fm.
Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος καλεσμένος στον "Αθήνα 984",
στην εκπομπή "Και γύρω γύρω πόλη" με την Φρόσω Ζαγορίτου σχολιάζει τις τελευταίες εξελίξεις στα εργασιακά.
Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος καλεσμένος στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή της ΕΡΤ
σχολιάζει τις τελευταίες εξελίξεις σχετικά με τα συνδικαλιστικά δικαιώματα.
Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος καλεσμένος στο Κεντρικό Δελτίο Ειδήσεων του
Kontra Channel με τον Γιάννη Παπαγιάννη, σχολιάζει τις τελευταίες εξελίξεις στο επερχόμενο Εργασιακό νομοσχέδιο.
Από το συνδυασμό των διατάξεων 648 και 649 Α του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι
σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν η χρονική διάρκειά της δεν καθορίζεται και δεν συνάγεται ούτε από το είδος και το σκοπό της, ούτε έχει συμφωνηθεί από τους συμβαλλομένους. Αντίθετα, ορισμένου χρόνου σύμβαση υπάρχει όταν η διάρκειά της είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της.
Δήλωση του εργατολόγου Γιάννη Καρούζου στο μεσημεριανό μαγκαζίνο του Real Fm.
Άνω των 50δις ευρω από το ακαθάριστο εγχώριο προιόν έχασε η χώρα μας από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα λόγω της μετανάστευσης Ελλήνων σε χώρες του εξωτερικού. Τουλάχιστον 427.000 Έλληνες ανώτατης και ανώτερης εκπαίδευσης έχουν φύγει στο εξωτερικό ενισχύοντας οικονομικά τις χώρες υποδοχής τους. Ακούστε την δήλωση του εργατολόγου Γιάννη Καρούζου στον RealFm.
Αθήνα, 21 Ιουλίου 2016
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Σήμερα, 21 Ιουλίου 2016, συζητήθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών το αίτημα προσωρινής διαταγής 124 εργαζομένων (δημοσιογράφων και τεχνικών) του σταθμού MEGACHANNEL, ιδιοκτησίας της εταιρείας ΤΗΛΕΤΥΠΟΣ Α.Ε. (οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από το γραφείο μας), με το οποίο αυτοί αξίωσαν την προσωρινή επιδίκαση μέρους των οφειλομένων σ’ αυτούς δεδουλευμένων αποδοχών τους, καθώς και την απαγόρευση οποιασδήποτε μεταβολής της νομικής και πραγματικής κατάστασης κάθε περιουσιακού στοιχείου της εταιρείας, προκειμένου για τη διασφάλιση των απαιτήσεών τους.
Κατόπιν της ανωτέρω συζήτησης και παρά τη σφοδρή αντιδικία, το Δικαστήριο έκανε δεκτά τα ανωτέρω νόμιμα και δίκαια αιτήματά μας, ορίζοντας ως δικάσιμο της αίτησής μας ασφαλιστικών μέτρων την 27η Ιουλίου 2016.
Θεωρούμε ότι αυτό συνιστά το πρώτο και αποφασιστικό βήμα προς τη δικαίωση του πολύμηνου αγώνα των εργαζομένων του σταθμού, οι οποίοι εδώ και μήνες αγωνίζονται να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους, αλλά και το σταθμό στις επάλξεις της ενημέρωσης.
ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
124 ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
ΣΤΟ MEGACHANNEL
Στο κατώφλι της 4ης βιομηχανικής επανάστασης οι προκλήσεις για τον άνθρωπο είναι πολλές σε οικονομικό, κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Οι αλλαγές είναι ραγδαίες και δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν πως το ανθρώπινο είδος θα υποστεί έναν εξοντωτικό ανταγωνισμό και σταδιακά θα παραγκωνιστεί από ευφυή ρομπότ.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Γι’ αυτό και έχει μεγάλο ενδιαφέρον η είδηση πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μελετά τη δημιουργία ενός νομικού στάτους «ηλεκτρονικών προσώπων» για τα εργαζόμενα ρομπότ, με συγκεκριμένες υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα. Η κίνηση αυτή έρχεται να δώσει απάντηση στο γεγονός πως τα ρομπότ και οι υπολογιστές μπορεί να αποδειχθούν «ιδανικοί εργαζόμενοι» για τους εργοδότες αφού δεν κουράζονται, άρα δεν χρειάζονται διακοπές και διαλείμματα, δεν διεκδικούν και δεν έχουν ανάγκη τις ασφαλιστικές εισφορές. Θύματα όλων αυτών των κοσμογονικών εξελίξεων θα είναι, όπως λένε οι ειδικοί, οι απλοί εργαζόμενοι με την οικονομική ανισότητα να βαθαίνει και τα προβλήματα να αυξάνονται. Έτσι, εκατομμύρια εργαζόμενοι ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας, της φτώχειας και της αποξένωσης.
Τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας ταινιών του Χόλιγουντ είναι πλέον πραγματικότητα. Ήδη, η Google παρουσίασε το «πρώτο λειτουργικό πρωτότυπο» ενός αυτόνομου οχήματος. Μια ιαπωνική εταιρία έχει στα σκαριά το πρώτο αυτοματοποιημένο αγρόκτημα στον κόσμο, στο οποίο τα ρομπότ-αγρότες θα κάνουν όλες τις δουλειές. Εργοστάσια στην Κίνα ετοιμάζονται να αντικαταστήσουν τους εργάτες τους με ρομπότ ρίχνοντας κατακόρυφα το κόστος παραγωγής, ενώ ήδη στην ίδια χώρα, εστιατόριο σερβίρει τους πελάτες του με ρομπότ-σερβιτόρους…
Η σύνδεση του ανθρώπινου μυαλού με μηχανές είναι γεγονός, καθώς έχουν δημιουργηθεί ρομποτικά προσθετικά άκρα που ανταποκρίνονται στις εντολές που λαμβάνουν. Μη επανδρωμένα τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη χρησιμοποιούνται εδώ και πολλά χρόνια από το στρατό, ενώ πρόσφατα έκανε χρήση και η αστυνομία στην Ινδία.
Και αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα. Είναι χαρακτηριστικό πως κατά την περίοδο 2010-14, η μέση αύξηση των πωλήσεων ρομπότ ανήλθε στο 17% ετησίως, ενώ το 2014 οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 29%. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κατ’ έτος αύξηση που έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα.
Ενδεικτική της κατάστασης που διαμορφώνεται είναι η εκτίμηση ότι μέχρι το 2020, λόγω της χρήσης των νέων τεχνολογιών, η Ευρώπη μπορεί να αντιμετωπίζει έλλειψη έως και 825.000 επαγγελματιών στον τομέα της τεχνολογίας και των πληροφοριών, ενώ στο 90% των θέσεων εργασίας θα απαιτούνται τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες.
Από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προτείνεται η δημιουργία ενός ειδικού νομικού καθεστώτος για τα ρομπότ, ώστε τουλάχιστον τα πιο εξελιγμένα, αυτόνομα ρομπότ, να αναγνωρίζονται ως «ηλεκτρονικά πρόσωπα» με ειδικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως η επανόρθωση τυχόν ζημίας που προκαλούν, καθώς και να εφαρμόζεται η ηλεκτρονική αυτή προσωπικότητα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ρομπότ λαμβάνουν αυτόνομα έξυπνες αποφάσεις ή έρχονται με άλλον τρόπο σε ανεξάρτητη διάδραση με τρίτα μέρη.
Μάλιστα, προτείνεται οι ιδιοκτήτες να πληρώνουν κοινωνική ασφάλιση για τα «ηλεκτρονικά πρόσωπα» που εργάζονται στις εταιρίες τους, ενώ αφήνουν ανοικτό ακόμη το ενδεχόμενο να χρειαστεί προσαρμογή και της νομοθεσίας, που αφορά στη φορολόγηση και στη νομική ευθύνη.
Έτσι, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι, λόγω της εξέλιξης και της χρήσης της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης στην απασχόληση και κατά συνέπεια στη βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο θέσπισης απαιτήσεων ενημέρωσης για εταιρίες σχετικά με το βαθμό και την αναλογία της συνεισφοράς της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης στα οικονομικά αποτελέσματα χρήσης μιας εταιρίας, ώστε τα στοιχεία αυτά να αξιολογηθούν αναφορικά με τη φορολόγηση και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Η αρμόδια Επιτροπή, μάλιστα, καλείται να παρακολουθεί στενότερα τις τάσεις στον τομέα της απασχόλησης, εστιάζοντας στη δημιουργία και την απώλεια θέσεων εργασίας σε διάφορους τομείς δεξιοτήτων. Δηλαδή, να δημιουργήσει ένα νέο χάρτη απασχόλησης, με βάση τις θέσεις εργασίας που καταργούνται ή δημιουργούνται με αφορμή την αυξημένη χρήση ρομπότ.
«Η πρόοδος της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης εγείρει πλείστα νομικά και ηθικά ζητήματα, τα οποία επιβάλλουν την έγκαιρη παρέμβαση σε επίπεδο ΕΕ», λέει στο newsbeast.gr ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος. Όπως εξηγεί, «η εξέλιξη των ρομπότ και της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να προκαλέσει την αντικατάσταση, σε μεγάλο βαθμό, της ανθρώπινης εργασίας από ρομπότ, πράγμα που δημιουργεί ανησυχίες σχετικά με το μέλλον της απασχόλησης και τη βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον διατηρηθεί η υφιστάμενη βάση επιβολής των φόρων, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι ανισότητες στην κατανομή του πλούτου. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαία η στενή παρακολούθηση της εξέλιξης της απασχόλησης για την αποφυγή αρνητικών επιπτώσεων στην αγορά εργασίας».
Ο κ. Καρούζος παρατηρεί πως «η αυτονομία των ρομπότ, υπό το πρίσμα των υφιστάμενων νομικών κατηγοριών, εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη νομική θέση τους, εάν θα πρέπει δηλαδή να νοούνται ως φυσικά πρόσωπα, ως νομικά πρόσωπα, ή ως αντικείμενα, ή αν πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία, με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις δικές της επιπτώσεις όσον αφορά την απόδοση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης για ζημία».
Από την πλευρά τους, οι εταιρίες ρομποτικής διαφωνούν με ενδεχόμενες ρυθμίσεις υποστηρίζοντας πως την δεδομένη στιγμή είναι πρώιμες και περίπλοκες. Σε κάθε περίπτωση το… νόμισμα έχει δυο όψεις αφού βραχυπρόθεσμα, η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη υπόσχονται οφέλη όσον αφορά στην αποδοτικότητα και στην εξοικονόμηση δαπανών, όχι μόνο στους τομείς της παραγωγής και του εμπορίου, αλλά και σε τομείς όπως οι μεταφορές, το σύστημα υγείας, η εκπαίδευση και η γεωργία, ενώ καθιστούν, παράλληλα, δυνατό να αποφεύγεται η έκθεση των ανθρώπων σε επικίνδυνες συνθήκες, όπως για παράδειγμα κατά τον καθαρισμό χώρων μολυσμένων με τοξικά απόβλητα.
Το ζητούμενο είναι να βρεθεί η χρυσή τομή, ώστε η ενδεχόμενη κρίση να αποδειχθεί ευκαιρία καθώς, όπως λένε οι ειδικοί, η εξέλιξη μπορεί να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες απασχόλησης με νέες θέσεις εργασίας στον τομέα της τεχνολογίας και των πληροφοριών (π.χ. κατασκευή, συντήρηση, έλεγχος λειτουργίας, επισκευή, βελτιστοποίηση των ρομπότ κ.ά.). Η δημιουργία ενός νέου μοντέλου απασχόλησης, που θα έχει στην καρδιά του την συλλογικότητα και τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπινων δυνατοτήτων, είναι για πολλούς το μυστικό της επόμενης ημέρας.
Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος καλεσμένος στον "Αθήνα 984"
στην εκπομπή "Και γύρω γύρω πόλη" με την Φρόσω Ζαγορίτου σχολιάζει τις τελευταίες εξελίξεις στα εργασιακά.
Του Γιάννη Καρούζου - Εργατολόγου
Το άρθρο 31 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν.3528/2007) υπό το Κεφάλαιο Περιορισμοί των Υπαλλήλων προβλέπει ότι: «1. Μετά από άδεια ο υπάλληλος μπορεί να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή, εφόσον συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του και δεν παρεμποδίζει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του. 2. Η άδεια χορηγείται για συγκεκριμένο έργο ή εργασία μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο. Η άδεια στους υπαλλήλους του Δημοσίου χορηγείται από τον οικείο υπουργό και στους υπαλλήλους των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης και αν δεν υπάρχει τέτοιο όργανο, από τον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου διοίκησης. 3. Δεν επιτρέπεται στον υπάλληλο η κατ' επάγγελμα άσκηση εμπορίας. 4. Ειδικές απαγορευτικές διατάξεις διατηρούνται σε ισχύ. «5. Ο υπάλληλος επιτρέπεται να αποκτά αυτοκίνητο δημοσίας χρήσεως ή να εκμεταλλεύεται αυτό με εκμίσθωση, εφόσον απέκτησε τούτο είτε με γονική παροχή είτε λόγω κληρονομικής διαδοχής είτε λόγω δωρεάς εν ζωή από συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως β' βαθμού ή από σύζυγο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων μπορούν να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα τεχνικής φύσης που αφορούν τη χορήγηση αδειών κυκλοφορίας και την εκμετάλλευση δημοσίας χρήσης αυτοκινήτου στις περιπτώσεις αυτού του άρθρου.»
Κατά το άρθρο 103 §1 του Συντάγματος, «οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό». Συνεπώς, οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι επιφορτισμένοι με πρόσθετες υποχρεώσεις σε σύγκριση με τους λοιπούς πολίτες, καθώς οι πράξεις τους έχουν αντίκτυπο στο κοινωνικό σύνολο. Ήτοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι τελούν «υπό ειδική έννομη σχέση εξάρτησης προς το Κράτος»[1]. Η ως άνω σχέση τους δικαιολογεί τους περιορισμούς που θέτει και το άρθρο 31 του Υπαλληλικού Κώδικα στην οικονομική ελευθερία των υπαλλήλων, όπως την κατοχυρώνει το άρθρο 5 §1 του Συντάγματος. Οι περιορισμοί ως προς την άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή δεν παραβιάζει δε την ελευθερία της εργασίας, κατά άρθρο 22 §1 του Συντάγματος[2]. Αυτό, καθώς η ratioτου άρθρου 31 του Υπαλληλικού Κώδικα συνίσταται στην ταυτόχρονη διασφάλιση των μεν ιδιωτικών συμφερόντων των δημοσίων υπαλλήλων, ως πολιτών, και του δε δημόσιου συμφέροντος, το οποίο αυτοί επιτελούν υπό τη δημοσιοϋπαλληλική τους ιδιότητα[3]. Ο νόμος προβλέπει ρητά τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η παράλληλη ιδιωτική εργασιακή απασχόληση του υπαλλήλου υπό προϋποθέσεις, στις παραγράφους 1, 2, 5, καθώς και τις περιπτώσεις στις οποίες απαγορεύεται απόλυτα, στις παραγράφους 3, 4.
Ειδικότερα, κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 31 του Υπαλληλικού Κώδικα, απαιτείται η πλήρωση πέντε βασικών προϋποθέσεων, προκειμένου να αποκτήσει ο εκάστοτε δημόσιος υπάλληλος το δικαίωμα να ασκεί ιδιωτικό έργο. Πρώτον, απαιτείται η χορήγηση «άδειας». Συγκεκριμένα, η άδεια πρέπει να αφορά σε ιδιωτικό έργο, ήτοι όχι σε δημοσιοϋπαλληλικά καθήκοντα που ήδη επιτελεί, κατά την ενάσκηση της εξουσίας που έχει αναλάβει[4]. Επιπρόσθετα, η παροχή της παράλληλης ιδιωτικής εργασίας θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από κανονικότητα[5], ενώ η ευκαιριακή – περιστασιακή απασχόληση[6] δεν προϋποθέτει τη χορήγηση άδειας. Απαραίτητο, επίσης, για να διαπιστώσουμε αν απαιτείται η χορήγηση άδειας για το εκάστοτε υπό κρίση ιδιωτικό έργο, είναι να εξετάσουμε αν ο δημόσιος υπάλληλος λαμβάνει αντάλλαγμα για την επιπρόσθετη εργασία που παρέχει, είτε αυτό είναι χρηματικό είτε συνίσταται σε είδος[7].
Δεύτερη προϋπόθεση άσκησης ιδιωτικού έργου από δημόσιο υπάλληλο, είναι ότι αυτό θα πρέπει να «συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του». Αυτό σημαίνει ότι το έργο που ασκεί ως ιδιώτης θα πρέπει να προσιδιάζει στα δημοσιοϋπαλληλικά καθήκοντα που του έχουν ήδη ανατεθεί. Ταυτόχρονα, η παράλληλη επαγγελματική του δραστηριότητα θα πρέπει να μη θίγει τα συμφέροντα της δημόσιας Υπηρεσίας στην οποία έχει διοριστεί[8]. Για παράδειγμα, υπάλληλος που εργάζεται στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως ΥΕ καθαρίστρια, έχει τη δυνατότητα να απασχοληθεί με την ίδια νομικής φύσεως εργασία σε φορείς όπως η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., η οποία ανήκει στον ιδιωτικό τομέα[9]. Εν προκειμένω, τα καθήκοντα της ανωτέρω υπαλλήλου είναι συναφή τόσο κατά την εργασία της ως δημοσίου υπαλλήλου, όσο και κατά την εργασία της ως ιδιωτικού υπαλλήλου.
Ως τρίτη προϋπόθεση άσκησης ιδιωτικού έργου από δημόσιο υπάλληλο, ο νόμος ορίζει ότι αυτό δεν πρέπει «να παρεμποδίζει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του». Η εν λόγω προϋπόθεση αφορά ως επί το πλείστον στον τυχόν ελαττωμένο χρόνο που διαθέτει ο εκάστοτε υπάλληλος στη δημόσια Υπηρεσία του, καθώς και στην τυχόν μειωμένη απόδοσή του λόγω του φόρτου εργασίας που δημιουργούν οι πρόσθετες υποχρεώσεις της ιδιωτικής απασχόλησης[10]. Στο παραπάνω παράδειγμα, η παράλληλη παροχή εργασίας από την υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών επί 2 και ¼ ώρες ημερησίως και στην Αγροτική Τράπεζα, δικαιολογεί τη λήψη άδειας προς άσκηση ιδιωτικού έργου.
Τέταρτον, το ιδιωτικό έργο, για το οποίο ζητάει άδεια ο υπάλληλος θα πρέπει να είναι «συγκεκριμένο». Αυτό συνεπάγεται ότι ο υπάλληλος θα πρέπει να καταθέτει αίτηση προς λήψη άδειας, στην οποία να περιγράφει αναλυτικά τα νέα καθήκοντα που αποσκοπεί να αναλάβει, ως ιδιώτης[11].
Ασφαλιστική δικλείδα δε της διαδικασίας χορήγησης της σχετικής άδειας στον υπάλληλο αποτελεί η πέμπτη προϋπόθεση που προβλέπει ο νόμος. Ο Υπαλληλικός Κώδικας απαιτεί τη «σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου». Συνεπώς, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο «δεσμεύει» το όργανο, που είναι αρμόδιο να αποφασίσει, τυχόν ελλιπής ή εσφαλμένη αιτιολογία δε συνιστά παράβαση του ουσιώδους τύπου της διαδικασίας[12].
Επομένως, οι πέντε κύριες προϋποθέσεις άσκησης ιδιωτικού έργου από δημόσιο υπάλληλο είναι η λήψη «άδειας», η συνάφεια των ιδιωτικών και των δημοσιοϋπαλληλικών καθηκόντων, η «ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας», ο προσδιορισμός «συγκεκριμένου» έργου και η «σύμφωνη και αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου». Σημειωτέον, ότι η ενασχόληση με συγγραφική και επιστημονική δραστηριότητα του δημοσίου υπαλλήλου δεν απαγορεύεται από το νόμο, ούτε απαιτεί τη χορήγηση άδειας[13]. Επιπλέον, ναι μεν η άσκηση ιδιωτικού έργου από δημόσιο υπάλληλο, χωρίς την προηγούμενη λήψη άδειας συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα[14], κατ’ άρθρο 107 του Υπαλληλικού Κώδικα, ωστόσο είναι δυνατόν ο εκάστοτε υπάλληλος να τελεί σε δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν διαπράττει πειθαρχικό παράπτωμα, αν συνάγεται από τη στάση της υπηρεσίας του, για παράδειγμα αν η δημόσια υπηρεσία στην οποία ανήκει, του χορηγεί επανειλημμένως πιστοποιητικά ασφαλιστικής ενημερότητας προκειμένου αυτός να απαλλαγεί από τις εισφορές του κλάδου ασθενείας του ΤΕΒΕ[15].
Πέρα από τις γενικές προϋποθέσεις περί άσκησης ιδιωτικού έργου από δημόσιο υπάλληλο, το 2009, προστέθηκε στον νόμο μία επιπλέον περίπτωση κατά την οποία επιτρέπεται εξαιρετικά σε δημόσιο υπάλληλο η άσκηση ιδιωτικού έργου[16]. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 31 §5 του Υπαλληλικού Κώδικα, ο υπάλληλος μπορεί «να αποκτά αυτοκίνητο δημοσίας χρήσεως ή να το εκμεταλλεύεται με εκμίσθωση, εφόσον το απέκτησε με γονική παροχή ή λόγω κληρονομικής διαδοχής ή λόγω δωρεάς εν ζωή από συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως β’ βαθμού ή από σύζυγο». Ναι μεν στην περίπτωση αυτή δεν προβλέπεται ως απαραίτητη προϋπόθεση η λήψη άδειας, ωστόσο το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω παραγράφου είναι πολύ στενό. Φερειπείν, δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να εκμεταλλεύεται λεωφορεία «ΚΤΕΛ», τα οποία περιήλθαν στην κυριότητά του με πώληση και μεταβίβαση από συγγενικό του πρόσωπο, καθώς δεν πρόκειται για γονική παροχή, ούτε για κληρονομική διαδοχή, ούτε για δωρεά εν ζωή από συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως β’ βαθμού ή από σύζυγο.
Εκτός από την περιγραφή των περιπτώσεων στις οποίες επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η ιδιωτική εργασιακή απασχόληση παράλληλα με τα δημοσιοϋπαλληλικά καθήκοντα, ο Υπαλληλικός Κώδικας προβλέπει στις παραγράφους 3 και 4 περιπτώσεις, στις οποίες απαγορεύεται απόλυτα η άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή από δημόσιο υπάλληλο, χωρίς να υφίσταται καν η δυνατότητα χορήγησης άδειας.
Συγκεκριμένα, απαγορεύεται στον υπάλληλο η «κατ΄ επάγγελμα άσκηση εμπορίας», ήτοι απαγορεύεται σε αυτόν να αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα[17]. Κατά το άρθρο 1 του εμπορικού νόμου «έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικές και κύριο επάγγελμα έχουν την εμπορίαν». Εμπορικές πράξεις δε ορίζονται κατά το τα άρθρα 2 και 3 του Βασιλικού Διατάγματος περί Εμποροδικείων ως εξής: «Ο νόμος θεωρεί πράξεις εμπορικάς: τας αγοράς προϊόντων γης ή τέχνης, τας οποίας ήθελε κάμει τις, είτε διά να μεταπωλήση ταύτα ακατέργαστα, ως τα ηγόρασεν, ή κατειργασμένα και μεταποιημένα εις χειροτεχνήματα, είτε επί σκοπώ να μισθώση απλώς την χρήσιν αυτών• πάσαν επιχείρησιν χειροτεχνιών, παραγγελίας ή μετακομίσεως διά γης ή δι' ύδατος• πάσαν επιχείρησιν προμηθείας, πρακτορείας, πλειστηριάσεως και δημοσίων θεαμάτων• όλας τας κολλυβιστικάς, τραπεζιτικάς και μεσιτικάς εργασίας• όλας τας εργασίας των δημοσίων Τραπεζών• όλας τας μεταξύ εμπόρων και τραπεζιτών υποχρεώσεις• τας συναλλαγματικάς και τας από τόπου εις τόπον αποστολάς χρημάτων, οποιοιδήποτε και αν είναι οι συναλλαττόμενοι. Ο νόμος θεωρεί επίσης πράξεις εμπορικάς: πάσαν επιχείρησιν κατασκευής και πάσαν αγοράν, πώλησιν ή μεταπώλησιν πλοίων, προς την εντός ή εκτός του Κράτους ναυτιλίαν χρησίμων• όλας τας θαλασσίας αποστολάς• πάσαν αγοράν ή πώλησιν αρμένων, εξαρτίων και ζωοτροφιών• πάσαν ναύλωσιν, παν ναυτικόν δάνειον, όλα τα περί ασφαλειών συναλλάγματα και όσα άλλα αφορώσι την ναυτικήν εμπορίαν• όλας τας περί μισθώσεως του πληρώματος συμφωνίας και συμβάσεις• όλας τας προς υπηρεσίαν εμπορικών πλοίων μισθώσεις ναυτικών». Εμπορικές πράξεις χαρακτηρίζονται, επίσης, οι χρηματιστηριακές συναλλαγές, καθώς και η ανάληψη υποχρέωσης από επιταγή[18]. Είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως εμπορικές και πράξεις που δεν προβλέπονται ως άνω, εφόσον χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα και ενέχουν επιχειρηματικό κίνδυνο[19].
Προκειμένου να θεωρηθεί ότι ένας υπάλληλος έχει αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα, θα πρέπει να ασκεί τις παραπάνω αναφερόμενες πράξεις με σκοπό το κέρδος και συστηματικά[20]. Άρα, περιπτώσεις, όπως η άσκηση ξενοδοχειακής επιχείρησης[21] ή η συμμετοχή του υπαλλήλου ως συμπλοιοκτήτη[22] απαγορεύονται απόλυτα στους δημοσίους υπαλλήλους, ως άσκηση κατ’ επάγγελμα εμπορίας, προς αποφυγή της παραμέλησης των κυρίως καθηκόντων τους[23].
Ρητά προβλέπει ακόμη, ο Υπαλληλικός Κώδικας την τήρηση σε ισχύ «ειδικών απαγορευτικών διατάξεων». Αυτό σημαίνει ότι εξακολουθεί να απαγορεύεται απόλυτα σε φοροτεχνικούς υπαλλήλους να τηρούν λογιστικά βιβλία φορολογουμένων[24], στο Συνήγορο του Πολίτη ή στους Βοηθούς Συνηγόρου να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα ή να αναλαμβάνουν άλλα καθήκοντα[25] και στον Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα ή να αναλαμβάνει άλλα καθήκοντα[26].
Εν κατακλείδι, ο Υπαλληλικός Κώδικας στο άρθρο 31 προβλέπει ως κανόνα την απαγόρευση άσκησης ιδιωτικού έργου με αμοιβή στους δημοσίους υπαλλήλους και ως εξαίρεση[27] παράλληλη ιδιωτική εργασιακή απασχόληση, χάριν της «ευρυθμίας» των δημοσίων υπηρεσιών[28] και της αποφυγής συγκρούσεων των ιδιωτικών και των δημοσίων συμφερόντων. Οι παράγραφοι 1, 2, και 5 του ως άνω άρθρου προβλέπουν ρητά αυστηρές προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύνανται οι δημόσιοι υπάλληλοι να ασκούν εξαιρετικά ιδιωτικό έργο, κατοχυρώνοντας τοιουτοτρόπως την οικονομική τους ελευθερία. Ωστόσο, οι παράγραφοι 3 και 4 του ανωτέρω άρθρου προβλέπουν «ολοκληρωτικό ασυμβίβαστο»[29], χωρίς καν τη δυνατότητα λήψης άδειας κατ’ εξαίρεση. Συνεπώς, το άρθρο 31 του Υπαλληλικού Κώδικα επιτυγχάνει τη διασφάλιση των μεν ατομικών ελευθεριών των δημοσίων υπαλλήλων, ως πολιτών, του δε δημοσίου συμφέροντος που επιτελούν.
[1] Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 10
[2] ΣτΕ 2225/1986
[3] Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 28, 237
[4] Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 233
[5] ΣτΕ 820/1975
[6] Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους υπ’ αριθμ. 78/2007
[7] Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 238
[8] Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 238
[9] Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους υπ’ αριθμ. 78/2007
[10] Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 238
[11] Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 238
[12] Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 239
[13] ΣτΕ 1481/1969
[14] ΣτΕ 4373/2011
[15] ΣτΕ 2504/2001
[16] Νόμος 3801/2009, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 4233/2014
[17] Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 239
[18] Νόμος 3632/1928, Νόμος 5960/1933, Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 200/2010
[19] Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 200/2010
[20] Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου – Αξιόγραφα, Περάκης, Ρόκας, 2012, σελ. 147
[21} Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 200/2010
[22] Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 471/2006
[23] ΕφΑθ 9329/2002
[24] Νόμος 2065/1992, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 237
[25] Νόμος 2477/1997, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 237
[26] Νόμος 2644/1998, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 237
[27] Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, Α. Ι. Τάχος- Ι. Λ. Συμεωνίδης, 1999, σελ. 237
[28] Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 200/2010
[29] Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 200/2010